σφουγγαράς

σφουγγαράς
ο, Ν
1. σπογγαλιέας
2. γυμνός δύτης
3. πωλητής σπόγγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφουγγαράς — ο πληθ. άδες 1. αυτός που αλιεύει σφουγγάρια. 2. αυτός που πουλάει σφουγγάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Sphoungaras — Blick von Gournia zum Sphoungaras Sphoungaras (griechisch Σφουγγαράς = Schwammfischer oder Schwammverkäufer) ist der Name eines Hügels an der Nord Küste des östlichen Kretas. Er liegt etwa 350 Meter nördlich der Ausgrabungsstätte von Gournia …   Deutsch Wikipedia

  • σπογγαλιέας — και σπογγαλιεύς, ο, Ν αλιέας σπόγγων, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + ἀλιεύς / αλιέας. Η λ., στον λόγο τύπο σπογγαλιεύς, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • σπογγεύς — ὁ, και σπογγιεύς, Α σπογγαλιεύς, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σπογγίον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • σπογγοκολυμβητής — ὁ, Α αυτός που κάνει καταδύσεις για να βγάλει σπόγγους, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + κολυμβητής] …   Dictionary of Greek

  • σπογγοτόμος — ὁ, Α αυτός που κόβει σπόγγους από τον πυθμένα τής θάλασσας, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + τόμος (< τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • σφουγγαράδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφουγγαρά ή στην αλιεία σπόγγων, σπογγαλιευτικός («σφουγγαράδικο καΐκι») 2. το ουδ. ως ουσ. το σφουγγαράδικο α) σπογγαλιευτικό πλοίο β) πρατήριο σφουγγαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφουγγαραδ τού πληθ. τής… …   Dictionary of Greek

  • σπογγαλιέας — ο αυτός που αλιεύει σφουγγάρια, σφουγγαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”